- δοῦπον
- δοῦποςany deadmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοιάζω — και δοάζω (Α) [δοιοί] 1. σκέπτομαι με δύο τρόπους, διστάζω, αμφιβάλλω 2. νομίζω, φαντάζομαι (α. «ὁπότε δοῡπον δοάσσαι» όποτε νόμιζε πως άκουγε κάποιο θόρυβο β. «δοιάζοντο λεύσσειν». νόμιζαν πως έβλεπαν) … Dictionary of Greek
ροίζος — ο / ῥοῑζος, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοῑζος, ἡ, Α νεοελλ. ιατρ. αίσθημα τρομώδους δονήσεως, αντιληπτό κατά την ψηλάφηση και την ακρόαση, λ.χ. σε στένωση τής μιτροειδούς βαλβίδας τής καρδιάς, όπου θυμίζει ροχαλητό γάτας μσν. (σχετικά με τους ψαλμούς)… … Dictionary of Greek
τηλόσε — Α επίρρ. μακριά, σε μακρινή απόσταση («τῶν δὲ τε τηλόσε δοῡπον ἐν οὔρεσιν ἔκλυε ποιμήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + επιρρμ. κατάλ. ό σε (πρβλ. ἀγχ ό σε)] … Dictionary of Greek